- ακούνιστος
- η , ο не качавшийся (в люльке, на качелях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακούνητος — ακούνητος, η, ο και ακούνιστος, η, ο 1. αυτός που δεν κουνιέται, αμετακίνητος: Αυτή είναι πέτρα βαριά, ακούνητη. 2. αυτός που δεν κουνήθηκε σε παιχνίδι κούνιας: Όλοι κουνηθήκατε, μονάχα εγώ έμεινα ακούνιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)